- αμπελογραφία
- η (Γεωπ.)κλάδος τής Αμπελολογίας*, με γενικό αντικείμενο τη σπουδή τών ειδών και τών ποικιλιών τών φυτών τού γένους Άμπελος*.[ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < άμπελος + -γραφία*, πρβλ. γαλλ. ampelographie. Ο ελληνικός όρος πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τον βοτανολόγο και ποιητή Θεόδωρο Ορφανίδη].
Dictionary of Greek. 2013.